Μπορεί η συνεχής προσφορά από μόνη της να εξασφαλίσει μία υγιή σχέση;
Πολύ συχνά δημιουργείται η εντύπωση ότι η προσφορά αποτελεί κλειδί μίας υγειούς σχέσης και μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι αυτή, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες αυτό να εξασφαλιστεί. Αντιθέτως, η αδιαφορία είναι αυτή που μπορεί να διαλύσει μία σχέση και μάλιστα στις περιπτώσεις που κάποιος τη συναντά και τη βιώνει, συχνά θεωρεί ότι αυτό είναι αποτέλεσμα δικής του ανεπάρκειας, με τον συμβιβασμό και τη διαρκή υποχωρητικότητα από την άλλη, να αποτελεί επίσης μία συνήθη τακτική σε πολλά ζευγάρια.
Για να απαντήσουμε και στις δύο παραπάνω πεποιθήσεις είναι ωφέλιμο πρωτίστως να ορίσουμε τα μέρη μίας σχέσης. Αν τώρα σκεφτόμαστε γιατί ένας τέτοιος ορισμός θα ήταν χρήσιμος για το παραπάνω ερώτημα, πολύ σύντομα θα κατανοήσουμε τον συσχετισμό.
Μία σχέση λοιπόν, απαρτίζεται από τρία μέρη: το ενδοατομικό (το άτομο), το διατομικό (το ζευγάρι) και το περιβάλλον (φίλοι, συγγενείς). Από αυτά τα τρία μέρη, το ενδοατομικό είναι και το πιο σημαντικό. Αν δεν υπάρχει ένα λειτουργικό ενδοατομικό, τότε κινδυνεύει η ύπαρξη της σχέσης κι αυτό είτε επειδή το άτομο συχνά εμφανίζει μία ευαλωτότητα απέναντι σε σχόλια (θετικά και αρνητικά) και συμπεριφορές του άμεσου ή έμμεσου περιβάλλοντος του, είτε γιατί συχνά καλλιεργείται η εντύπωση ότι θα καλυφθούν τα όποια ελλείμματά του ατόμου, μέσα από την ίδια τη σχέση.
Έτσι λοιπόν, στις περιπτώσεις υιοθέτησης και εφαρμογής συμπεριφορών προσφοράς το άτομο με το "εύθραυστο" ενδοατομικό, τείνει να νοηματοδοτεί τις παραπάνω συμπεριφορές ως αποτέλεσμα της αυθαίρετης μοναδικότητάς του, αγνοώντας παράλληλα παντελώς την άλλη πλευρά ή ως αποτέλεσμα ανεπάρκειας, αδυνατώντας όχι μόνο να βάλουν όρια αλλά και υιοθετώντας μία παθητική συμπεριφορά, με τον συμβιβασμό και την υποχωρητικότητα συχνά να αποτελεί στο μυαλό του μονόδρομο για τη διατήρηση της σχέσης, με αποτέλεσμα να καταλήγει στο μυαλό της άλλης πλευρά το άτομο αυτό ως δεδομένο.
Τα αποτελέσματα των παραπάνω πεποιθήσεων μπορούν να γίνουν εύκολά και άμεσα αντιληπτά στην καθημερινή λειτουργία του ζευγαριού, η οποία όπως είναι φυσικό αλλάζει στις περιπτώσεις υιοθέτησης των παραπάνω αντιλήψεων. Σταδιακά λοιπόν, το άτομο που βιώνει την πεποίθηση της αυθαίρετης μοναδικότητας προγραμματίζει εξόδους και δραστηριότητες που δεν συμπεριλαμβάνουν την άλλη πλευρά. Επιπλέον, σε σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή του, αλλά και παράλληλα αυτή του ζευγαριού, πάλι η άλλη πλευρά δεν συμπεριλαμβάνεται, όπως είναι για παράδειγμα η αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος ή η μετακόμιση σε ένα άλλο σπίτι, ενώ επιπλέον σταδιακά σταματάει η άλλη πλευρά να αποτελεί προτεραιότητα του εν λόγω ατόμου.
Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση το άτομο νοηματοδοτεί τις παραπάνω συμπεριφορές συχνά ως αποτέλεσμα της δικής του ανεπάρκειας, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να τις βιώνει ως "δίκαιη" τιμωρία, την οποία και κάποιες φορές τείνει να επιτείνει, αντί να βάλει τα όρια του και να φροντίσει τον εαυτό του, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση της σχέσης.