Η σπουδαιότητα της αυτοεικόνας για τα παιδιά....τους αυριανούς ενήλικες.
Προτού ξεκινήσουμε να μιλάμε για τη σπουδαιότητα της αυτοεικόνας, θα ήταν χρήσιμο να αναλύσουμε τον παραπάνω όρο και να προσπαθήσουμε να τον περιγράψουμε με τη χρήση δυο επίσης σημαντικών εννοιών, αυτών της αυτογνωσίας κι αυτόν της αυτοαντίληψης.
Στους περισσότερους, οι δυο όροι μοιάζουν να είναι ταυτόσημοι, παρόλα αυτά υπάρχουν σημαντικές διάφορες μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, αυτογνωσία σημαίνει γνωριμία και επίγνωση εαυτού, όπως συμπεριφορών, στάσεων, αξιών, πεποιθήσεων και συναισθημάτων. Από την άλλη, η αυτοαντίληψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η κοινωνική προέκταση της αυτογνωσίας και χτίζεται πάνω σ΄ αυτή, αφού το περιεχόμενο των συναισθημάτων του, των στάσεων, των πεποιθήσεων και ο τρόπος που αυτά εκφράζονται σε τρίτους, διαμορφώνουν την αυτοαντίληψη, προχωράει δηλαδή το άτομο στην ερμηνεία και την ανάλυση των επιπτώσεων των στοιχείων της αυτογνωσίας στο κοινωνικό σύνολο, συνθέτοντας με αυτόν τον τρόπο την αυτοαντίληψη.
Η αυτοεικόνα λοιπόν, είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης της αυτογνωσίας και της αυτοαντίληψης. Η μορφοποίηση της αυτοεικόνας ξεκινάει από την πρώιμη ηλικία κι έχει πολύ μεγάλη σχέση με το περιβάλλον και τις ευκαιρίες που αυτό δίνει στο άτομο, προκειμένου να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, ενώ οι παράγοντες επηρεασμού της αυτοεικόνας διαφέρουν από ηλικία σε ηλικία.
Στην πρώιμη ηλικία και καθώς το παιδί ξεκινά να περπατά και να πλησιάζει
τους άλλους, αλληλεπιδρά μαζί τους και κατ´ επέκταση συναντά θετικές, αρνητικές
ή ουδέτερες αντιδράσεις, ενθάρρυνση ή αποθάρρυνση, θυμό, χαρά ή αδιαφορία, τότε
τείνει με βάση αυτά που πετυχαίνουν και τις αντιδράσεις που προκαλεί μέσα από τη συμπεριφορά του να "χτίζει" την αυτοεικόνα και την αυτοαντίληψη
του αντίστοιχα. Σκεφτείτε λοιπόν, τι ρόλο παίζουν στην αυτοεκτίμηση ενός παιδιού οι
πρώτες του προσπάθειες να περπατήσει ή ο έλεγχος των σφιγκτήρων του. Αν για
παράδειγμα οι γονείς είναι υπερπροστατευτικοί, επειδή φοβούνται ότι το παιδί θα
πέσει ή αντιμετωπίζεται ως ανέτοιμο να αποχωριστεί την πάνα του, τότε
προσαρμόζει τις ανάγκες του και τις δυνατότητες του, στηριζόμενο στην
ανατροφοδότηση που του δίνει το περιβάλλον του, κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων χρόνων της ζωής του, οικοδομώντας την αντίστοιχη
αυτοεικόνα.
Στο νηπιαγωγείο, τα βασικά στοιχεία της αυτοεκτίμησης βρίσκονται στη θέση τους κι έχουν ήδη διαμορφωθεί μέσα από απλές καθημερινές πράξεις αυτονομίας του παιδιού, οι οποίες όμως οδηγούν στη διαμόρφωση μιας ταυτότητας. Ένας νέος παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αυτοεικόνας είναι η ένταξη του παιδιού στο σχολείο, η απομάκρυνση του από το σπίτι και τους γονείς και η διευρυμένη κοινωνική σύγκριση, αφού το παιδί μπαίνει μέσω της συμμετοχής του σε διάφορες δραστηριότητες συχνά στη διαδικασία να συγκρίνει τις δικές του δυνάμεις και ικανότητες έναντι αυτών των συμμαθητών του, ενώ πλέον γνωρίζει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να καταφέρει. Έτσι λοιπόν, τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση εμπλέκονται πιο εύκολα με τους άλλους μαθητές, απολαμβάνουν νέες εμπειρίες, συμμετέχουν περισσότερο μέσα στην τάξη ή την ομάδα και ανταποκρίνονται στις προκλήσεις. Αντιθέτως, τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα οποία δυσκολεύονται να αποχωριστούν τους γονείς τους, είναι απόμακρα και κοινωνικά απομονωμένα συνήθως, παρακολουθούν τους άλλους και εμπλέκονται σε καινούργιες δραστηριότητες, όταν αισθανθούν ασφαλή.
Έχει παρατηρηθεί λοιπόν, ότι τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες που εργάζονται και οι δυο γονείς και αγωνίζονται να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους, είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξουν ένα δυνατό αίσθημα ταυτότητας και να κατανοήσουν τις δυνάμεις τους και τις αδυναμίες τους, επομένως είναι δύσκολο να πεισθούν ότι αξίζουν σεβασμό και ευτυχία. Η παρουσία των δασκάλων στα σχολικά χρόνια των παιδιών αυτών είναι επίσης σημαντική, ειδικά στις περιπτώσεις που αυτά προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες ,στις οποίες δεν βιώνουν ανατροφοδότηση ή θετική ενίσχυση.
Στο γυμνάσιο και καθώς τα παιδιά μπαίνουν στην εφηβεία, οι παράγοντες που επηρεάζουν την αυτοεκτίμηση τους πάλι αλλάζουν, ενώ πλέον σχετίζονται με την αποδοχή που απολαμβάνουν από τους συνομηλίκους τους. Έτσι λοιπόν, σε αυτήν την ηλικία αφιερώνουν σημαντικό χρόνο στην περιποίηση της εξωτερικής τους εμφάνισης, αλλά και στο να ενημερώνονται για τις κοντινές τους φιλίες, με στόχο να συμβαδίζουν με τον εφηβικό κόσμο. Καθώς οι μαθητές πηγαίνουν στο λύκειο, το άγχος των εξετάσεων και της επιτυχίας σε αυτές αυξάνει, η σημασία της κοινωνικής δημοτικότητας έρχεται σε δεύτερη μοίρα, με τις σπουδές και την «καριέρα» να απασχολεί σε σημαντικό βαθμό τον έφηβο.
Με τη έναρξη της ενηλικίωσης το άγχος της καριέρας γενικεύεται, δίνεται μεγαλύτερη σημασία στην επιτυχία, στην επίτευξη στόχων, στο εισόδημα και στη δημιουργία οικογένειας, με την αυτοεικόνα, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην παιδική και εφηβική ηλικία να παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού όσο χαμηλή είναι η αυτοεικόνα του ατόμου, τόσο περισσότερο άγχος εμφανίζει, ρισκάρει λιγότερο και φοβάται περισσότερο.